- αισχροκέρδεια
- Η απόκτηση οικονομικής ωφέλειας σε μια συναλλαγή, πολύ μεγαλύτερη από τη συνηθισμένη ή, με άλλη διατύπωση, η επιτυχία αντιπαροχής, σημαντικά δυσανάλογη με την παροχή του δράστη. Ποινικά τιμωρείται η πράξη αυτή, όταν γίνεται κατ’ επάγγελμακατά συνήθεια. Από την άποψη του Αστικού Κώδικα μπορεί να θεμελιωθεί αγωγή για ακύρωση της σχετικής δικαιοπραξίας, όταν ο δράστης εκμεταλλεύεται ορισμένες αδυναμίες του θύματος, όπως την ανάγκη ή την απειρία του.
* * *η (Α αἰσχροκέρδεια) [αἰσχροκερδής]νεοελλ.1. αθέμιτη κερδοσκοπία2. (νομ.) η πραγματοποίηση υπερβολικού, παράνομου κέρδους με νοθεία, απάτη ή πώληση τού εμπορεύματος σε υψηλότερες τιμές από αυτές που καθορίζει η αγορανομίααρχ.1. αισχρό, αθέμιτο κέρδος2. υπερβολική, αισχρή επιθυμία κέρδους, φαύλη πλεονεξία.
Dictionary of Greek. 2013.